Αν είναι έτσι;…να γίνω Μπαρτσελόνα!
γράφει ο Γιάννης Προμούσας
Με προβλημάτισες ρε Τόλη….αλήθεια, τι είναι τελικά το οπαδιλίκι; Είναι ιδέα; «Όλα είναι μια ιδέα»… όπως λέμε και καλά το λέμε, αφού όλα μας κατεβαίνουν σαν μια ιδέα και μετά γίνονται πράξη, ασχέτως το αποτέλεσμα της πράξης. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν είναι μια ιδέα. Έλα όμως που στην προκειμένη περίπτωση κάτι δεν μου πάει καλά, η λέξη «ιδέα» παραμένει απλώς μια λέξη, χωρίς καμία έννοια, απλώς για να έχουν να λένε κάποιοι πολύχρωμοι, ότι αυτό που κάνουν έχει νόημα και ουσία, ότι είναι ένα ιδεώδες, ένα ιδανικό.
Είναι λοιπόν μια ιδέα ή μια πρόφαση, μια δικαιολογία, ένα πρόσχημα, μια ματαιοδοξία; Μια διέξοδος να τα σπάνε, να δέρνουνε, να μεθάνε, να μαστουρώνουνε; Να κρύβονται καλά μέσα στη μάζα, να καμουφλάρονται μέσα στην ομοιομορφία και την ομοιοχρωμία; Να κρύβουν καλά την αβεβαιότητα τους και να αισθάνονται πιο ασφαλείς μέσα σε «ομοϊδεάτες» και σε «ομόσταβλους»;
Εδώ όμως μπαίνει ένα ερώτημα, είναι όλοι οι οπαδοί έτσι ; Συμβαίνει αυτό σε όλες τις ομάδες; Θεωρώ πως όχι. Κι εδώ πρέπει να υπερασπιστώ την δική μου ομάδα τον ΑΟΚ. Όχι φυσικά γιατί το νερό που πίνουμε στη Καβάλα είναι πιο ποιοτικό, ούτε επειδή έχουμε ωραίες παραλίες. Απλώς δεν προλάβαμε να αλλοιωθούμε ή αν θες δεν μπορέσαμε να νοθευτούμε, να μεταλλαχθούμε από φίλαθλοι σε οπαδούς. Θες η ρημάδα η B’ και η Γ΄ Εθνική; Θες η κλειστή κοινωνία; Θες ότι είμαστε μια μικρή επαρχιακή πόλη; Ίσως όλα αυτά μαζί, γιατί όπως και να το κάνουμε αυτή η ομάδα είναι ταυτισμένη με την ιστορία της πόλης μας, είναι ταυτισμένη με την ίδια μας τη ζωή. Δεν θα πω λοιπόν ότι είναι ιδέα, είναι όμως συναίσθημα, είναι χαρά, είναι λύπη, είναι οι παιδικές μας αναμνήσεις, είναι οι συγκινήσεις μας.
ΑΟΚ είναι οι ανώνυμοι και επώνυμοι Καβαλιώτες που αγωνίστηκαν και μόχθησαν, που αφιέρωσαν τη ζωή τους για αυτήν την ομάδα. Οι φίλαθλοι που έκλαψαν και γέλασαν, που τραγούδησαν, που πανηγύρισαν για τις επιτυχίες του, που ταξίδεψαν χιλιόμετρα για να βρεθούν κοντά του, μέσα στο κρύο και στη βροχή. ΑΟΚ είναι οι ποδοσφαιριστές, που φόρεσαν τη γαλάζια φανέλα, που ίδρωσαν και αγωνίστηκαν για αυτήν την ομάδα, που ένιωσαν περήφανοι φέροντας το καραβάκι στο στήθος.
Εδώ λοιπόν είναι η μεγάλη διαφορά αυτής της ομάδας και των φιλάθλων της, με όλες τις ιδιαιτερότητες, τις αναποδιές και τις γκρίνιες τους. Είπαμε, είμαστε επαρχία, ε! λοιπόν, αυτό εμένα μου αρέσει, μου αρέσει που δεν ανήκω σε μια ομάδα του κέντρου, που δεν φέρω τη ταμπέλα «φίλαθλος μεγάλης ομάδας - δοξάστε με», δεν είμαι αλλά αγωνίζομαι να γίνω.
Ίσως όλα αυτά ακούγονται παράξενα στις νεότερες γενιές Καβαλιωτών, στους νεαρούς φιλάθλους που γνώρισαν τον ΑOK μέσα από ένα συνδρομητικό κανάλι. Στα παιδιά που μεγάλωσαν την εποχή που η Καβάλα αγωνιζόταν σε μικρότερες κατηγορίες και γαλουχήθηκαν έχοντας ως πρότυπα τις ομάδες του κέντρου. Όχι, δεν παρεξηγώ αυτά τα νεαρά παιδιά, είναι πολύ λογικό να θέλουν να ταυτιστούν με τους αιώνιους πρωταθλητές, να είναι και αυτοί πρώτοι, να είναι αυτοί οι νικητές και όχι οι χαμένοι, να νιώθουν περήφανοι που ανήκουν σε μια μεγάλη ομάδα.
Δε λέω ίσως κι εγώ στη θέση τους να έκανα το ίδιο, όπως έκανε άλλωστε και ο γιος μου, που ήθελε να είναι Καβάλα, αλλά ήθελε και Ολυμπιακός. Ντροπή, σκέφτηκα, ο δικός μου γιος Ολυμπιακός; Έλα όμως που αυτός καμάρωνε, καθώς έβλεπε τους Πειραιώτες να παίρνουν το ένα Πρωτάθλημα μετά το άλλο! Κατάλαβα ότι θα ήταν λάθος αν τον πίεζα, αν προσπαθούσα να του αλλάξω γνώμη, τουλάχιστον είχα καταφέρει ναι είναι συγχρόνως και ΑΟΚ, τώρα το πώς αισθανόταν μέσα του, μόνο αυτός το ήξερε. Μέχρι που ήρθε πέρυσι εκείνο το παιχνίδι της Καβάλας με τον Ολυμπιακό. Δεν χρειάζεται να περιγράψω ξανά όλα όσα ζήσαμε εκείνο το βράδι, τόσο έξω όσο και μέσα στο γήπεδο. Θυμάμαι όταν γύρισα και τον κοίταξα να παρακολουθεί με τα έντρομα ματάκια του, εκείνες τις απίστευτες σκηνές, σκέφτηκα ότι δεν θα έπρεπε να τον πάρω στο γήπεδο. Του ζήτησα λοιπόν να φύγουμε, μα ο μικρός αρνήθηκε λέγοντας μου, « όχι θέλω να μείνουμε και θέλω να κερδίσει η Καβάλα, γιατί εγώ δεν είμαι Ολυμπιακός είμαι μόνο Καβάλα».
Δεν κερδίσαμε εκείνο το βράδι τον Ολυμπιακό, κερδίσαμε όμως ένα φίλαθλο, ένα νεαρό φίλαθλο, ένα μικρό Καβαλιωτάκι που ένιωσε να θίγεται η περηφάνια του ακούγοντας όλους αυτούς να τον βρίζουν, βλέποντας τους να του πετούνε πέτρες και βεγγαλικά. Προσβλήθηκε, γιατί κατάλαβε ότι δεν είναι όλα τόσο αγνά όσο τα φανταζόταν, συνειδητοποίησε ότι αυτοί οι Ολυμπιακοί απέναντι, δεν έδιναν δεκάρα γι’ αυτόν, δεν τους καιγόταν καρφάκι αν θα έφευγε ζωντανός ή νεκρός από το γήπεδο. Το ίδιο φαντάζομαι κι ελπίζω να ένιωσαν κι άλλα παιδιά βλέποντας τους οπαδούς του Άρη του Παναθηναϊκου, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ και πάει λέγοντας.
Με πειράζει δε λέω, με ενοχλεί όταν βλέπω ένα Καβαλιωτάκι να χρωματίζεται ποικιλοτρόπως και να κάθεται απέναντι στη κερκίδα των φιλοξενούμενων. Δεν μπορώ βέβαια να τον αλλάξω με το ζόρι, μπορώ όμως να του πω αυτό. «Φίλε μου, μαγκιά δεν είναι να είσαι με τους μεγάλους, μαγκιά δεν είναι να αυτοαποκαλείσαι πρωταθλητής, να αυτοπροσδιορίζεσαι νικητής. Αν είναι έτσι ... κι εγώ να γίνω Μπαρτσελόνα! Αυτό δεν είναι μαγκιά, αυτό είναι φτήνια, βολεύεσαι στα έτοιμα επικαλούμενος απλώς μιαν ιδέα. Ποια ιδέα και ποιος ιδεολόγος; Ξέρεις τι είσαι; Τζάμπα μάγκας, αυτό είσαι. Γιατί πραγματικός μάγκας είναι ο αγωνιστής, είναι ο επαναστάτης, αυτός που πάει να αλλάξει το κατεστημένο, αυτός που αγωνίζεται να γίνει νικητής, αυτός που παλεύει να γίνει πρώτος. Ε! αυτός είναι ο ΑΟΚΤΣΗΣ. Αν είσαι μάγκας, αν σε διακατέχει μια «ΙΔΕΑ» έλα μαζί μας».